καταχωρώ

καταχωρώ
(Α καταχωρῶ, -έω)
νεοελλ.
καταχωρίζω*
αρχ.
1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι
2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα-χωρώ, υπο-χωρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαταχώρητος — η, ο ακαταχώριστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ακαταχώρητος χρησιμοποιείται ενίοτε αντί τού ορθού τ. ακαταχώριστος* από το ρ. καταχωρίζω. Σημειώνεται ότι στη Νέα Ελληνική ρήμα καταχωρώ που θα δικαιολογούσε τ. ακαταχώρητος δεν υπάρχει] …   Dictionary of Greek

  • καταχώρεση — καταχώρεση, ἡ (Μ) [καταχωρώ] υποταγή, υποχώρηση …   Dictionary of Greek

  • καταχώρηση — η [καταχωρώ] η καταχώριση* …   Dictionary of Greek

  • πιστοχρεώνω — Ν καταχωρώ, περνώ στα λογιστικά βιβλία κονδύλια, χρηματικά ποσά χρεώνοντας ή πιστώνοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη / πίστ ωση + χρεώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καταχωρίζομαι — καταχωρίζομαι, καταχωρίστηκα, καταχωρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταχωρίζω — καταχωρίζω, καταχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”